- λανγκούρ
- τοκοινή ονομασία τεσσάρων γενών πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae και τής υποοικογένειας colobinae, που απαντούν στη νότια Ασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. langur < γλώσσα χίντι lagũr (πιθ. < αρχ. ινδ. lāńgūlin «αυτός που έχει μακριά ουρά»)].
Dictionary of Greek. 2013.